- οψιμιά
- η1) запоздалость; 2) с.-х. поздно созревающие культуры; яровые (о хлебах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οψιμιά — η [όψιμος] 1. η ιδιότητα τού όψιμου 2. (στον πληθ. οι οψιμιές οι όψιμοι καρποί … Dictionary of Greek